κορυφή

κορυφή
κορῠφ-ή, , ([etym.] κόρυς)
A head, top: hence,
1 crown, top of the head, of a horse, Il.8.83, X.Eq.1.11; of a man or god, h.Ap.309, Pi.O.7.36, Hdt.4.187, Sammelb.6003.8 (iv A. D.): between βρέγμα and ἰνίον, Arist.HA491a34;

τὸ ὀστέον τῆς κ. Hp.VC2

.
2 top, peak of a mountain (so mostly Hom.),

οὔρεος ἐν κορυφῇς Il.2.456

;

ὄρεος κορυφῇσι 3.10

, cf. Alcm.60.1;

κορυφαὶ γαίας B.5.24

;

κ. Οὐλύμποιο Il.1.499

, cf. Ar.Nu.270;

Αἴτνας μελάμφυλλοι κορυφαί Pi.P.1.27

;

τηλαυγέ' ἀγ κορυφάν Id.Pae.7.12

;

κ. πόληος Alc.Supp.17.6

;

ἀστρογείτονας κ. A.Pr.722

, cf. Hdt.4.49, 181, 9.99.
3 generally, summit, top, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν straight over the summit, ridge, Th.2.99, cf. IG42(1).71.11 (Epid., iv B. C.), OGI383.125 (Nemrud Dagh, i B. C.); κατὰ κ. [τῆς στήλης] ἔσφαττον (sc. ταύρους) Pl.Criti.119e; ἵσταται κατὰ κ. ὁ ἥλιος in the zenith, Plu.2.938a; τὸ κατὰ κ., with or without σημεῖον, the zenith, Gem.5.64, etc., cf. Plu.Mar.11, Procl.Hyp.4.59; ταῖς τῶν κατὰ κ. λίθων ἐμβολαῖς by the stones falling vertically, Plb.8.7.3.
4 apex, vertex of a triangle, Id.2.14.8; of the Delta, Pl.Ti.21e; point of an angle,

τὸ ἐπὶ τὴν κ. μέρος Plb.1.26.16

, etc.; apex of a cone, Arist.Mete.362b3; κατὰ κορυφήν vertically opposite, of angles, Euc.1.15; of halves of double cone, Apollon. Perg.1 Def.
5 extremity, tip, κορυφαὶ [κλημάτων], τῶν συγκυπτῶν, Thphr.CP3.14.8, Ath.Mech.22.8; in Anatomy, the os coccygis, Poll. 2.183: in pl., finger-tips, Ruf.Onom.85, cf. Poll.2.146: Medic., of an abscess, ἐς κορυφὴν ἀνισταμένης ἀποστάσιος coming to a head, Aret. SA1.7.
II metaph., λόγων κορυφαί the sum of all his words, Pi.O.7.69, cf. Pae.8.23;

ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Pl.Cra.415a

; but λόγων κ. ὀρθάν true sense of legends, Pi.P.3.80; κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων springing from peak to peak, i.e. treating a subject disconnectedly, Emp.24; κ. ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ having reached its conclusion, put the finishing touch to itself, Plu.2.975a; κ. τοῦ κακοῦ height, full development of . . , Aret.SD1.6; τοῦ πάθεος κ. ἴσχοντος ib.1.16.
2 height, excellence of . . , i.e. the choicest, best,

κορυφαὶ πολίων Pi.N.1.15

; κ. ἀρετᾶν ib.34, cf. O.1.13; κ. ἀέθλων, of the Olympic games, Id.O.2.13, cf. N.9.9;

φιάλαν . . πάγχρυσον κ. κτεάνων Id.O.7.4

; ὁ καιρὸς παντὸς ἔχει κορυφάν is the best of all, Id.P.9.79.
3 κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα his head, i.e. his nod, A. Supp.92.
4 ἡ τῆς οἰκουμένης κ., of Rome, Lib.Or.59.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορυφή — κορυφή, η και κορφή, η 1. το ανώτατο σημείο της κεφαλής του ανθρώπου και των ζώων. 2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος: Ανέβηκε στην κορφή του βουνού. 3. ο τρυφερός βλαστός φυτού. 4. η πέτσα που σχηματίζει το γάλα στην επιφάνειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κορυφῇ — Κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφή — head fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • Κορυφή — Sp Korifė Ap Κορυφή/Koryfi L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • κορυφῇ — κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύφη — κορύπτω butt with the head aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Κορυφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 96 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμωπείας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. ΒΔ της πόλης της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αριδαίας …   Dictionary of Greek

  • κορυφῆι — κορυφῇ , κορύπτω butt with the head aor subj pass 3rd sg κορυφῇ , κορυφή head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”